Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

τὰς συντάξεις

См. также в других словарях:

  • σύνταξη — Περιοδική παροχή σε χρήμα, για την εξασφάλιση των μέσων διαβίωσης, εκ μέρους του κράτους και άλλων οργανισμών, στα πρόσωπα που έχουν αποχτήσει το σχετικό δικαίωμα κατ’ αναφορά προς προηγούμενη σχέση παροχής υπηρεσιών. Στην αρχή η σ. πήγαζε… …   Dictionary of Greek

  • υποτελώ — έω, ΜΑ [ὑποτελής] μσν. εκπληρώνω, πραγματοποιώ μια υπόσχεση αρχ. 1. πληρώνω φόρο, δασμό, συντάξεις, τέλη (α. «φόρον μὲν οὐδένα ὑποτελέοντες», Ηρόδ. β. τοὺς τὰς συντάξεις ὑποτελοῡντας», Ισοκρ. γ. «τὴν δαπάνην ὀποδοῡναι καὶ τὸ λοιπὸν ὑποτελεῑν»,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»